ακρογενειος

ακρογενειος
    ἀκρογένειος
    ἀκρο-γένειος
    2
    с выдающимся вперед или острым подбородком Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ακρογενειος" в других словарях:

  • ακρογένειος — ἀκρογένειος, ον (Α) αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + γένειον «πιγούνι»] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρογένειοι — ἀκρογένειος with prominent chin masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»